Ομιλητές: Ζαν-Πιέρ Ντιτέιγ, Τομάς Ιμπάνιεθ, Κλερ Οζιάς
- Οι εισηγήσεις
Ο πρώτος ομιλητής, Ζαν-Πιέρ Ντιτέιγ, υπογράμμισε καταρχήν ότι οι επετειακές αναφορές στο Μάη του ’68 μιλούν περισσότερο για τη δική τους εποχή παρά για το «Μάη». Τόνισε ιδιαίτερα το θέμα της μιντιακής αλλοίωσης του Μάη, που έγινε εξαρχής κι εξακολουθεί να γίνεται με το συστηματικό εξοστρακισμό της απεργιακής-εργατικής-ταξικής του διάστασης και με την προβολή του σαν μια λάιφ-στάιλ δήθεν «πολιτισμική αμφισβήτηση». Χωρίς ν’ αρνιέται ότι ο Μάης εμπεριείχε την πολιτισμική ανατροπή, ο Ντιτέιγ υποστήριξε πως το στοιχείο που τον καθόρισε αποφασιστικά και συνάμα ο λόγος για τον οποίο οι πολιτισμικές διεκδικήσεις (π.χ. αμφισβήτηση γονεϊκής και γενικότερα «από καθέδρας» εξουσίας, σεξουαλική απελευθέρωση, κοκ) απόκτησαν πρωτόφαντη δυναμική μετά το Μάη, ήταν το γεγονός της μαζικής γενικής απεργίας που για πρώτη φορά παρέλυσε μεταπολεμικά μια ευρωπαϊκή χώρα για ένα μήνα. Ο Ζαν-Πιερ συνέδεσε επίσης το Μάη με το κοντινό παρελθόν του, κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, με μια σειρά από απεργιακά ξεσπάσματα και συγκρούσεις από το τέλος του Πολέμου και κατά τα προηγούμενα χρόνια (1947, 1953, 1961, εναντίωση στον πόλεμο της Αλγερίας, κ.ά.) και κατά κάποιο τρόπο εξήγησε την εξέγερση του ’68 ως αποκορύφωμά τους. Τέλος, συνέδεσε την έκρηξη του Μάη και με το τότε παγκόσμιο κλίμα, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως όσοι συμμετείχαν στο Μάη, ένιωθαν ότι δεν μετέχουν σε ένα «γαλλικό» γεγονός αλλά σε κάτι παγκόσμιο που εξελισσόταν τότε (πόλεμος Βιετνάμ, ΗΠΑ, κ.λπ.)
Ο Τομάς Ιμπάνιεθ από την άλλη, υποστήριξε ότι η έκρηξη του Μάη (και γενικότερα κάθε ανάλογη κατάσταση) δεν πρέπει να εξηγηθεί σαν κρίκος μιας προηγούμενης αλυσίδας ανάλογης υφής γεγονότων, γιατί δεν είναι προϊόν ιστορικής συνέχειας αλλά ασυνέχειας. Γι’ αυτόν, το επαναστατικό υποκείμενο δεν προϋπάρχει της επανάστασης, αλλά διαμορφώνεται κατά την ίδια την επαναστατική κατάσταση της συγκεκριμένης στιγμής. Αυτός είναι ο λόγος που προηγούμενες σημαντικές συγκρούσεις και απεργίες, παρά το μέγεθος και την έντασή τους, δεν έφτιαξαν ένα «Μάη». Αυτός είναι, επίσης, ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να περιμένουμε να προκύψουν επαναστάσεις κατόπιν «επαναστατικών σχεδιασμών». Το ότι κανένα προϋπάρχον υποκείμενο ή οργάνωση, και κανένα «σχέδιο», δεν προετοίμασε το Μάη, φάνηκε άλλωστε κι από το γεγονός ότι για όλους ανεξαιρέτως ήταν τεράστια έκπληξη. Ο Ιμπάνιεθ συνόψισε τρία βασικά κατά τη γνώμη του χαρακτηριστικά της επαναστατικής κατάστασης του Μάη: (1) την αγανάκτηση με την στεγνή πατριαρχική φιγούρα του ΝτεΓκωλ («φτάνει πιά!», «νισάφι!», «δέκα χρόνια αρκετά!») και τη γενικευμένη αυταρχικότητα της γαλλικής κοινωνίας· (2) την τεράστια δίψα του κοινωνικού σώματος για ελευθερία· και (3) τη βαθιά ελευθεριακή και αντεξουσιαστική τάση, η οποία εκδηλώθηκε μέσα στην ίδια την τότε κοινωνία. Επισήμανε πως αυτή η τάση δεν είχε να κάνει με το ρόλο των αναρχικών, ούτε ήταν δικό τους δημιούργημα (άλλωστε οι αναρχικοί ήταν τότε μετρημένοι στα δάχτυλα, όχι πάνω από 150 άτομα στο Παρίσι), αλλά ούτε π.χ. των καταστασιακών (που ήταν παντελώς άγνωστοι και ουσιαστικά ο Μάης τους έκανε στη συνέχεια γνωστούς). Απεναντίας, αυτή η τάση της κοινωνίας ήταν ο λόγος που το «Κίνημα 22 Μάρτη» πολλαπλασιάστηκε από τη μια μέρα στην άλλη: επειδή ο κόσμος, διψώντας για ελευθερία, αντιλήφθηκε πως εκεί μέσα παιζόταν κάτι τέτοιο. Σημείωσε τέλος ότι, ναι μεν κατά τα γεγονότα υπήρξαν χιλιάδες τραυματίες κι ελάχιστοι νεκροί (4 με 5), αλλά στη συνέχεια πάρα πολύς κόσμος δεν άντεξε να επιστρέψει στην προηγούμενη «κανονικότητα» με αποτέλεσμα να σημειωθούν πολλές αυτοκτονίες ή θάνατοι από έκδηλα αυτοκτονικές συμπεριφορές.
Τέλος, η Κλερ Οζιάς έθιξε τον αποφασιστικό ρόλο της νεολαίας πέρα από τους φοιτητές: μαθητές από 13 μέχρι 17 χρονών, παιδιά των Τεχνικών Λυκείων, νεαρά εργατόπαιδα, που έσπευσαν από την πρώτη να συμμετάσχουν στην εξέγερση σε ολόκληρη τη Γαλλία και οπωσδήποτε της έδωσαν ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Όλοι αυτοί οι «ανήλικοι» δεν είχαν μέχρι τότε πολιτικοποιηθεί, δεν είχαν ενταχθεί σε καμιά πολιτική οργάνωση, και αυτό τους βοήθησε να μην χειραγωγηθούν από τις διάφορες αριστερές κι αριστερίστικες οργανώσεις. Η Οζιάς εστίασε ιδιαίτερα στην παρουσία των «αλητόβιων» (trimards, zonards, catangais, κ.λπ.), οι οποίοι κατά βάση ήταν εργατόπαιδα, σκληροί ροκάδες και με έντονη κουλτούρα βίας, που δούλευαν ίσα που να μαζέψουν ένα ποσό κι έπειτα την έβγαζαν σε συναυλίες, παίζοντας μουσική κάτω από τις γέφυρες, πίνοντας τρελά αλκοόλ και drugs (λιγάκι χόρτο, δεν ήταν ακόμα διαδεδομένο, πιο πολύ αιθέρα, το drug των φτωχών, και αμφεταμίνες). Σημείωσε το γεγονός ότι κάποιοι καταληψίες φοιτητές απευθύνθηκαν σε αυτούς για περιφρούρηση της κατάληψης των πανεπιστημίων της νύχτα με «αντάλλαγμα» συγκρούσεις με την αστυνομία, κάτι που οι «αλητόβιοι» δέχτηκαν ευχαρίστως. Οι «αλητόβιοι» δεν γούσταραν γενικά συζητήσεις, αλλά συχνά πήγαιναν στις συνελεύσεις και κάποιες φορές έπαιρναν και το λόγο. Τελικά αυτοί πλήρωσαν τη νύφη (διώξεις και φυλακίσεις) όταν έληξε ο «Μάης», καθώς δεν τους ήθελε κανένας. Η Οζιάς έκλεισε λέγοντας ότι ο Μάης τέλειωσε τον Ιούνιο του 68 σαν μια βαριά πολιτική ήττα, και ότι σαν τέτοια πρέπει να την δούμε και να την σκεφτούμε —θέση με την οποία διαφώνησαν έντονα οι άλλοι δυο ομιλητές, αφήνοντας όμως τη συζήτησή της για την εκδήλωση της Δευτέρας.
Πρέπει οπωσδήποτε να τονιστεί ένα σημείο στο οποίο συμφώνησαν και οι τρεις ομιλητές, και είναι η εντελώς καινούργια οργανωτική μορφή των «Επιτροπών Δράσης», που ξεπήδησαν το Μάη του ’68 και κάποιες από τις οποίες συνέχισαν έως και τρία χρόνια μετά το τέλος του. Σε πλήρη αντίθεση με τη μορφή των κομμάτων και των οργανώσεων ή ομάδων, που συγκροτούνται γύρω από γενικές ιδεολογικές αρχές, οι «Επιτροπές Δράσης» συγκροτήθηκαν σε τοπικό επίπεδο (γειτονιά, σχολεία, πανεπιστήμια, εργοστάσια) έχοντας σαν αντικείμενό τους την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων κάτω από μια ελευθεριακή στην ουσία της οπτική.
Επίσης, ανέδειξαν το σημαντικό ρόλο που έπαιξε η «αντιπληροφόρηση» στη διάρκεια αλλά και μετά το «Μάη», με τη δημοσίευση χιλιάδων μικρών εφημερίδων, φυλλαδίων ή απλών προκηρύξεων ενημέρωσης γύρω από συγκεκριμένα θέματα.
Η συζήτηση
Οι ομιλίες άνοιξαν μια σειρά από ζητήματα, κάποια από τα οποία συζητήθηκαν επί τόπου. Μια πολύ γρήγορη αναφορά σε κάποια από αυτά:
– Το ζήτημα του κατά πόσο μια τέτοια επαναστατική στιγμή μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτει από προηγούμενες τέτοιες στιγμές, ή αν προκύπτει κατά κάποιο τρόπο από μόνη της, ξαφνικά, κάπως τυχαία, επομένως ανά πάσα πιθανή στιγμή. Εδώ διαφάνηκε η διαφορά άποψης μεταξύ Ζαν-Πιερ Ντιτέιγ και Τομάς Ιμπάνιεθ, μια διαφορά που ωστόσο δεν έχει τη μορφή αντίθεσης αφού και ο Ιμπάνιεθ δέχεται ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ του «Μάη» και προηγούμενων συγκρουσιακών γεγονότων, αλλά όχι γραμμική και του τύπου «αίτιο-αποτέλεσμα».
– Πόσο καθοριστικός ήταν ο ρόλος του ΚΚΓ και της CGT στην κατάπνιξη της εξέγερσης. Ο Ντιτέιγ είπε ότι δεν ήταν καθόλου καθοριστικός και ότι πρέπει να πάψουμε ν’ αναζητούμε προδότες για να εξηγήσουμε για ποιο λόγο τελειώνει μια εξέγερση ή μια επανάσταση. Κατά την άποψή του, το πρόβλημα ήταν ουσιαστικά η απώλεια προσανατολισμού του κόσμου στην πορεία των γεγονότων. Ο Ιμπάνιεθ αντίθετα, υποστήριξε πως ο ρόλος του ΚΚΓ και της CGT ήταν μεγάλης σημασίας: από την μια, επειδή χρησιμοποίησαν τις καταλήψεις των εργοστασίων για να «αμπαρώσουν» εκειμέσα τους εργάτες αποκόβοντάς τους συνειδητά από τους εξεγερμένους φοιτητές και νέους, κι από την άλλη επειδή ανέλαβαν να παρουσιάσουν σαν «νίκη της εργατικής τάξης» τη συμφωνία της Γκρενέλ, με την οποία επισφραγίστηκε το τέλος του «Μάη», και ν’ αποκοιμίσουν την αγωνία και τις ανησυχίες των εργαζόμενων. [Αυτό φάνηκε ολοκάθαρα στο 11λεπτο φιλμάκι-ντοκουμέντο Ξανά στη δουλειά (η επιστροφή στη δουλειά στο εργοστάσιο Wonder), που προβλήθηκε στην αρχή της εκδήλωσης στο «Εμπρός».]
– Τι απέγιναν στη συνέχεια οι δυναμικές που εκδηλώθηκαν το Μάη 68; Πώς και σε ποιο βαθμό αφομοιώθηκαν, μειώθηκαν, ή συνέχισαν με άλλες μορφές; Στο ερώτημα αυτό οι ομιλητές απάντησαν εκτενέστερα στην αμέσως επόμενη εκδήλωση, που έγινε στο «Εμπρός» τη Δευτέρα, 11 Ιουνίου.