« Les flics, les curés de demain seront aussi des poètes ! »(1) “Οι μπάτσοι, οι αυριανοί παπάδες θα είναι και ποιητές!”
«Ήμασταν δέκα φωτογράφοι στην ομάδα. Όλοι, καλύψαμε το Μάη του ’68. {…} Μετακινούμασταν πάντα ανά δύο, προσπαθούσαμε να τα δείξουμε όλα», διηγείται ο Ζαν Πινόν, 35 χρονών τότε, βαθμοφόρος αστυνομικός, αποσπασμένος στις τεχνικές υπηρεσίες της αστυνομικής διεύθυνσης του Παρισιού. {…}
Η δικαστική αστυνομία κατέχει πιο ευαίσθητα ντοκουμέντα, κυρίως αυτά στα οποία μπορεί κανείς να αναγνωρίσει αστυνομικούς. Αυτές οι εικόνες θα γίνουν προσβάσιμες μόνο μετά από 25 χρόνια. Οι υπηρεσίες πληροφοριών, επίσης, μπορούν να κρατήσουν κλειστά τα αρχεία τους από το Μάη του ’68. Ίσως, εκεί, να βρίσκονται κι αυτές οι περίφημες φωτογραφίες που επέτρεπαν να ταυτοποιούνται οι αρχηγοί των φοιτητών. {…}
Μεταξύ των τεσσάρων άλμπουμ αρχείων, τα δύο, είναι ουσιαστικά αφιερωμένα στις διαδηλώσεις καθώς και στις ζημιές που έχουν προκληθεί από τις συγκρούσεις. Τα άλλα δύο, είναι γεμάτα από αεροφωτογραφίες που παίρνονταν από το ελικόπτερο της τροχαίας –μεγάλη καινοτομία για την εποχή– και στη λεζάντα γράφεται η ακριβής ώρα του συμβάντος καθώς και το υψόμετρο. Αυτές οι τελευταίες προορίζονταν για να εκτιμηθεί ο αριθμός των διαδηλωτών και οι μετακινήσεις τους στους δρόμους του Παρισιού. Η αστυνομία, τότε, ήταν πολύ λίγο προετοιμασμένη για ανταρτοπόλεμοπόλης και συχνά δυσκολευόταν να παρακολουθήσει την ανάπτυξη των διαδηλώσεων, για τις οποίες τα σημεία των ραντεβού γνωστοποιούνταν από τα ραδιόφωνα. {…}
«Οι φωτογραφίες έπρεπε να είναι στις 9 το πρωί στο γραφείο του αστυνομικού διευθυντή», θα διηγηθεί ο Ζαν Πινόν στον ιστορικό Κριστιάν Σεβαντιέ (2008). «Από το τέλος του 19ου αιώνα και την εφεύρεση της ανθρωπομετρίας από τον Αλφόνσο Μπερτιγιόν, ένα πραγματικό φωτογραφικό know how αναπτύχθηκε στην αστυνομία, συνεχίζει ο ιστορικός (εξάλλου, μία φωτογραφική υπηρεσία υπάρχει στην αστυνομική διεύθυνση του Παρισιού ήδη από το 1880). Αλλά το 1968, η τέχνη της αστυνομικής φωτογραφίας εν θερμώ, η φωτογραφική αποτύπωση της στιγμής, είναι ακόμη στο νηπιακό στάδιο.»{…}
«Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι φωτογραφίες ξεκινάνε από τις 6 Μάη. Η επιθυμία του διοικητή Μορίς Γκριμό, τότε, ήταν να δείξει το παρασκήνιο των συγκρούσεων. Πράγματι, από τις πρώτες μέρες του Μάη, οι εικόνες της αστυνομικής βίας βγαίνανε στον τύπο. Ήθελε να γίνει γνωστή και η άλλη πλευρά, εξηγεί ο Σαρλ Ντιάζ (Γενικός επιθεωρητής και ιστορικός της αστυνομίας). Επίσης, μπορούσε να τις δείξει στους πολιτικούς της εποχής, υποστηρίζοντας έτσι τo έργο του όσον αφορούσε την αντιμετώπιση της κατάστασης.»
Χωρίς άλλο, ο διοικητής Γκριμό γνώριζε τη σπουδαιότητα που είχε η τεκμηρίωση αυτών των στιγμών, αλλά μπορούμε επιπλέον να σκεφτούμε ότι η παρουσίαση αυτών των εικόνων, θα του επέτρεπε να κάνει γνωστές τις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες ασκούσαν τα καθήκοντά τους οι άνδρες του. Ο Σαρλ Ντιάζ θυμίζει ότι, για τους συναδέλφους του του ’68, η κατάσταση δεν είχε προηγούμενο: είναι η πρώτη φορά στη Γαλλία που διαδηλωτές (επιπλέον, νέοι) επιτίθενται και συγκρούονται με την αστυνομία. «Πρέπει να φανταστούμε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που επιζητούν τη σύγκρουση. Σ’αυτές τις εικόνες, υπάρχει μία διάσταση Δαυίδ εναντίον Γολιάθ μεταξύ των φοιτητών και των CRS. Αλλά ο Δαυίδ είναι σκληρός, πονηρός, ευκίνητος και οπλισμένος με πέτρες! Ξεπατώθηκαν 10.000 τετραγωνικά μέτρα στρωμένα με κυβόλιθους. Και βέβαια, είχαμε 1900 τραυματίες από τη μεριά της αστυνομίας.»
Ωστόσο, ο επιθεωρητής, αισθάνεται μάλλον συμπάθεια για τις διεκδικήσεις του Μάη του ’68, και αναλύει: «Αυτές οι εικόνες, συλλαμβάνουν κάτι από εκείνο τον παλιό κόσμο την στιγμή που τον κάνουν πέρα, την στιγμή που πάει να αλλάξει. Αυτό, πιθανόν, να μην γίνεται επί τούτου, αλλά αποτυπώνουν την παράλυση ενός παλαιού κόσμου, έτοιμου να καταρρεύσει.» {…}
Η Μπερναντέτ Κάιγ, ειδική στην ανάλυση των εικόνων, γνωρίζει καλά τις φωτογραφίες των ειδησεογραφικών πρακτορείων της εποχής και όλη την εικονογραφία των φοιτητικών και εργατικών διαδηλώσεων από τότε, στις εκάστοτε επετειακές εκδηλώσεις. Όταν την ρωτάμε τι ανακάλυψε σε αυτά τα στιγμιότυπα που τραβήχτηκαν από τη μεριά της αστυνομίας, απαντάει ότι εκείνο που πρώτο απ’ όλα την ενδιέφερε, ήταν να δει «την ανησυχία της άλλης πλευράς» για «την απειλητική μάζα των φοιτητών».
Οι φύλακες της τάξης, πολύ συχνά νεαροί, ελάχιστα συνηθισμένοι στην αστική βία, κακά εξοπλισμένοι, τρεφόμενοι με τσιπς και σοκολάτες, διαμένοντας σε επιταγμένα γυμναστήρια, ανήσυχοι για τις οικογένειές τους, δεν ένιωθαν και πολύ βολικά το Μάη του ’68. Πολλοί είναι αυτοί που θα ομολογήσουν ότι κυριαρχούνταν από το αίσθημα του φόβου.
Ο ρόλος του διοικητή Γκριμό –μάλλον έντονα επηρεασμένου από τους 18 νεκρούς των διαδηλώσεων του Φεβρουαρίου του 1934 στην πλατεία Κονκόρντ, βίαια κατεσταλμένων από τις δυνάμεις της τάξης, και από την βία του προκατόχου του Μορίς Παπόν το 1962 και τα εννέα θύματα του σταθμού Σαρόν– ήταν αποφασιστικός.
Με συνεχή παρουσία στο πεδίο των γεγονότων, όπως τεκμηριώνεται από το οπτικό αρχειακό υλικό της Αστυνομικής Διεύθυνσης, θα συντάξει επιπλέον μία εγκύκλιο που θα κάνει ισχυρή εντύπωση. Εκεί αποδοκιμάζει «την υπερβολική χρήση βίας», «πράξεις που έγιναν και που κανείς δεν μπορεί να αποδεχτεί» και δηλώνει: «Το να χτυπάει κανείς έναν διαδηλωτή πεσμένο στο έδαφος, είναι σαν να χτυπάει ο ίδιος τον εαυτό του, καθώς αυτό φαίνεται να πλήττει την όλη αστυνομική λειτουργία.»
Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, οι αστυνομικές βιαιότητες ελάχιστα αντιπροσωπεύονται στα αρχεία της αστυνομίας. Αυτές οι εικόνες βρίσκονται αλλού; Υπάρχουν; Οι αστυνομικοί «αυτολογοκρίνονταν» μπροστά στους συνάδελφούς τους φωτογράφους; Ή ακόμα, αυτοί οι τελευταίοι αρνούνταν να συγκεντρώσουν αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος των δικών τους; {…}
Πέντε δεκαετίες μετά, εάν η ιστορική αξία αυτών των ντοκουμέντων είναι σήμερα αναγνωρισμένη, τι γίνεται με την αισθητική τους αξία;
Για τον Κριστιάν Σεβαντιέ, είναι σχεδόν μηδαμινή. {…} «Η σχέση της αστυνομικής φωτογραφίας με την φωτογραφία, όσο σχετική κι αν είναι η αξία αυτής της τέχνης, είναι σαν τη σχέση της αστυνομίας με την λογοτεχνία.»
Η Μπερναντέτ Κάιγ δεν είναι και τόσο σίγουρη. {…}
Cinquante ans après Mai-68, les archives de la préfecture de police de Paris sont libres d’accès. Quatre classeurs sont remplis de photographies prises par une dizaine de policiers. Ce petit groupe a immortalisé pour l’administration française les manifestations et les affrontements auxquels les forces de l’ordre faisaient alors face. Une autre version de l’Histoire sur laquelle Polka a enquêté.
https://www.polkamagazine.com/mai-68-photographie-par-la-police-de-lautre-cote-des-barricades/
(1) Le Déshonneur des poètes*
L[Tract rédigé par René Riesel et l’un de ses camarades enragés] (Προκήρυξη που γράφτηκε απο τον Ρενέ Ριεζέλ και έναν απο τους “λυσσασμένους” συντρόφους του)
LUNDI 11 DÉCEMBRE 1967, une troupe de poètes-étudiants « pour la plupart édités » (!) ont présenté dans cette faculté un spectacle intitulé Happ poèmes.
S’agissait-il de happening (quoi qu’il en soit, Jean-Jacques Lebel est un con) ? De toute façon, il finit mal : les gardiens de la paix sur la scène ; dans la salle, les machines et les psychiatres démocrates : démocratie, tilt, spectacles, tilt, poésie, tilt, tilt, tilt et tilt.
La vie est ailleurs.
C’est ce que n’ignoraient pas, et crièrent en conséquence deux mauvais étudiants : « Les flics, les curés de demain seront aussi des poètes ! » Si les professeurs-ordinateurs attendent en général une année entière pour faire la peau de ces mauvais étudiants lors des examens, seule occasion pour eux de faire usage de leur minuscule puissance de petites frappes, les poètes-étudiants, pour leur part, ont choisi de leur casser la gueule sur-le-champ.
Rien là d’étonnant. Une seule chose pourrait encore étonner quelques naïfs : que ces flics se fassent appeler « poètes ». Mais que les naïfs se rassurent : ils n’ont pas affaire à une nouvelle race de poètes ; tout au plus à une nouvelle race de flics.
De toute façon, ces étonnés feraient mieux de s’occuper d’autre chose que de poésie ; qu’ils se mêlent plutôt de nous parler de Nanterre (Hauts-de-Seine), ville-pilote, bidonvilles, foyer des travailleurs nord-africains de la préfecture de police, métro express, mairie stalinienne, future préfecture, future caserne de la garde républicaine. Et qu’ils nous parlent aussi de la faculté de Nanterre, université ghetto en voie de cybernétisation, répression sexuelle, policière, liste noire pour trublions, communauté chrétienne, jeunes bureaucrates de l’U.N.E.F., prêtres et poètes-étudiants, sans compter les bonnes sœurs qui traînent un peu partout, activités culturelles en tout genre…
« Comme on va pouvoir s’ennuyer là-dedans ! » disait déjà Breton en 1932.
L’ENNUI EST CONTRE-RÉVOLUTIONNAIRE !La lutte contre les flics, les curés, les cybernéticiens, les professeurs et les sociologues de demain commence aujourd’hui.
Pas de quartier pour les professionnels et les apprentis du spectacle.
Contre l’ennui, le jeu.
Contre les « poètes », la vie.
François X, assassin de quinze ans, est avec nous !
Pour en finir avec les maquereaux des bidonvilles et les maquereaux de la culture, cultivons l’ennui général jusqu’à ce qu’ils en crèvent.
« De tout poème authentique s’échappe un souffle de liberté entière et agissante, même si cette liberté n’est pas évoquée sous son aspect politique ou social, et, par là, contribue à la libération effective de l’homme. » (Benjamin Péret.)
La jouissance est notre but :TRANSFORMER LE MONDE,
C’EST AUSSI CHANGER LA VIE.
Nanterre, 13 décembre 1967
* Η Καταισχύνη των ποιητών – τίτλος κειμένου (φεβρουάριος 1945) του Μπενζαμέν Περέ.
http://surrealismgr.blogspot.com/2016/03/benjamin-peret-cahors1951-andre-breton.html
σελ.7- alfa-αναρχική εφημερίδα
http://dormirajamais.org/peret/
Σχετικά με ορισμένες αναφορές της αρθρογράφου σε πρόσωπα και γεγονότα, αναζητείστε περισσότερες πληροφορίες στα παρακάτω λινκ: