Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΓΟΥΟΝΤΕΡ/ ντοκυμαντέρ(gr.subs.) – LA REPRISE DU TRAVAIL AUX USINES WONDER (documentaire)

 

 

https://vimeo.com/281099660

 

Αυτό το ταινιάκι των δέκα λεπτών, γυρισμένο σχεδόν κατά τύχη, τον Ιούνιο ’68, από μία μικρή ομάδα φοιτητών της Σχολής Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών, έμεινε σαν ένα από τα πιο εμβληματικά φιλμ εκείνης της περιόδου. {…} Από μία ιστορική σκοπιά,  παρουσιάζει με μία θαυμάσια συμπύκνωση το συσχετισμό δυνάμεων εκείνης της στιγμής μεταξύ μισθωτών και αφεντικών, εργατικών συνδικάτων και φοιτητών, πολιτικών κομμάτων και ομάδων της άκρας αριστεράς. {…} Επίσης, αυτό το φιλμ γίνεται παραδειγματικό όσον αφορά τις μυθοπλαστικές δυνατότητες του σινεμά της αμεσότητας (σινεμά ντιρέκτ):           «Κάθε πρόσωπο παίζει με τέτοιο τρόπο τον ρόλο του -τον εαυτό του δηλαδή -, λέει τις λέξεις που είναι σε τέτοιο σημείο οι λέξεις-κλειδιά αυτής της απεργίας, που μία ακαταμάχητη αίσθηση αμηχανίας μας κυριεύει. Το βλέπουμε, δεν γίνεται πιο καθαρά, ότι τίποτα δεν είναι “στημένο”, ωστόσο, όλα είναι σε τέτοιο βαθμό παραδειγματικά, “πιο αληθινά από τα αληθινά”. που δε γίνεται παρά να πάει ο νους στο πλέον μπρεχτικό σενάριο. Το ντοκυμαντέρ, φαίνεται να αποκτάει την αξία ενός έργου μυθοπλασίας , σκηνοθετημένου στην εντέλεια.»

Αποσπάσματα από τό διαδικτυακό άρθρο « Μπροστά στη πύλη του εργοστάσιου», λόγια των σκηνοθετών Φλορέν λα Ντεμαζέλ και Ζαν Λουί Κομολί.

 


 

Σαν εξορκισμός, η φράση που ακούγεται επανηλειμμένα από το στόμα ενός από τους δύο συνδικαλιστές της CGT: « il faut savoir terminer une grève », «πρέπει να ξέρει κανείς πότε να σταματάει μία απεργία»,  αποτυπώνει την στάση του Κ.Κ.Γαλλίας απέναντι στο γενικευμένο απεργιακό κύμα του Μάη-Ιούνη ’68, το οποίο προσπάθησε να κρατήσει υπό τον έλεγχό του και τα κατάφερε ως ένα βαθμό, και αποκαλύπτει το είδος του πολιτικού παζαριού που παιζόταν μεταξύ της εργοδοσίας, της κυβέρνησης και του κομμουνιστικού κόμματος για να επιτευχθεί η επιστροφή στην ομαλότητα (συμφωνίες της Γκρενέλ – accords de Grenelle, 27 Μαΐου 1968). Εν τούτοις, δεν ήταν παρά η επανάληψη (περικοπή) μίας φράσης όπως εκστομίσθηκε απο το γενικό γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος- και πάλι – σε μιά άλλη εποχή όμως, το 1936, επί κυβέρνησης Λαϊκού Μετώπου. Ο τότε γενικός γραμματέας, Μορίς Τορέζ (Maurice Thorez), δείχνοντας το σοβαρό ενδιαφέρον του κόμματός του για την «εργασιακή ειρήνη» και την «ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας»(συμφωνία του Ματινιόν – accord de Matignon, 7 Ιουνίου 1936), μετά τις πρωτοφανείς απεργίες εργαζομένων και τις καταλήψεις στους πιο διαφορετικούς χώρους εργασίας, του Μάη-Ιούνη ’36, είπε: «Πρέπει να ξέρει κανείς να σταματάει μία απεργία από τη στιγμή που υπάρχει ικανοποίηση  των αιτημάτων. Πρέπει επίσης να ξέρει να συναινεί σε ένα συμβιβασμό ακόμα κι αν όλες οι διεκδικήσεις δεν έχουν γίνει αποδεκτές, εφόσον βέβαια έχει επιτευχθεί η  ικανοποίηση των πιο ουσιαστικών και  σημαντικών από αυτές.»

Θα ακολουθήσουν και άλλα μεταφρασμένα αποσπάσματα από διάφορες πηγές σχετικά με το συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ.

{Προβλήθηκε εισαγωγικά στη συζήτηση που έγινε στο ΕΜΠΡΟΣ (11-6-18). Ο υποτιτλισμός έγινε απο την ομάδα του nem68}

 


 

ΜΠΑΤΑΡΙΑ ΓΟΥΟΝΤΕΡ

Το εργοστάσιο του Σεντ Ουέν της Γουόντερ, μπροστά στο οποίο διαδραματίζεται το γεγονός, θα κλείσει το 1986 / En 1986, l’usine Wonder de Saint-Ouen est fermée.

 


 

Le film s’ouvre sur un calicot suspendu au-dessus d’un mur en briques : « Nous ne cédons pas, nous ne rentrons pas. » Il est 13h30, le 10 juin 1968. Le matin même, la reprise du travail à l’usine Wonder de St-Ouen a été votée à 560 voix contre 260. La caméra panote vers le bas, sur un attroupement qui continue de se former devant les portes de l’usine. Au milieu du brouhaha, une voix de femme émerge. Une coupe nous fait alors passer du plan d’ensemble, pris de l’autre côté de la rue, au cœur de l’action, de l’échange de paroles, spectateur parmi les spectateurs qui regardent et écoutent le long cri de révolte d’une ouvrière gréviste. Des bribes de conversations nous parviennent, nous distinguons les premières phrases : « Nous on ne la gagne pas notre vie ! » ; « Ce sera enregistré ça ?! » ; « Oui je travaille chez Wonder, justement ! »

Cette bobine de dix minutes tournée presque par hasard par un petit groupe d’étudiants de l’IDHEC est restée comme l’un des films les plus emblématiques de la période. D’abord, d’un point de vue historique, parce qu’il propose une condensation formidable des rapports de force du moment entre salariés et patronat, syndicats ouvriers et étudiants, partis politiques et mouvances d’extrême-gauche. Jean-Louis Comolli fait de ce film un cas exemplaire des pouvoirs fictionnels du direct : « Chaque personnage joue à ce point le rôle qui est le sien, dit les mots qui sont à tel point les phrases clés de cette grève qu’une irrésistible impression de malaise s’empare de nous. On sait on ne peut plus clairement que rien n’est « truqué » ; pourtant tout est à ce point exemplaire, « plus vrai que vrai », qu’on ne peut faire référence qu’au plus brechtien des scénarios, le document faisant effet de valoir comme produit de la plus maîtrisée des fictions. »

{…}

http://www.debordements.fr/Au-seuil-de-l-usine

 


 

Tout le monde, ou presque, connaît l’extrait où une jeune ouvrière révoltée crie : « Non, je ne rentrerai pas, je ne foutrai plus les pieds dans cette taule, c’est trop dégueulasse ! ». Plus de dix à quinze films diffusés à la télévision ont utilisé ces images, pour raconter l’histoire de Mai 68, celle des mouvementς syndicaux et, plus récemment avec Reprise de Hervé Le Roux, celle des protagonistes du film eux-mêmes. Il était temps de faire connaître ce film « révolutionnaire » dans son intégralité. De plus, La reprise du travail aux usines Wonder ayant été diffusé pendant quarante ans sans générique, ce « tour de force » a été apparemment revendiqué par de nombreuses personnes, qu’elles se soient ou non trouvées sur le tournage. Les conditions du tournage elles-mêmes varient également selon le narrateur et l’époque où chacun raconte ses souvenirs. Pierre Bonneau, le cameraman, affirme en 1997 que « Nous sommes passés presque par hasard à l’usine Wonder » alors que, pour sa part, Jacques Willemont, le réalisateur, se souvient en 1978, dans un interview accordé à Lionel Ehrardt, rédacteur en chef de la revue IMPACT que «Après différents contacts, il fut convenu que nous viendrions tourner tel jour, le matin, une assemblée générale de l’OCI. Et lorsque, le jour dit, nous sommes arrivés, les ouvriers de chez WONDER rentraient ». L’implication des uns et des autres n’est visiblement pas la même.
{…}