ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΜΠΑΤΣΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΜΑΗ / ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΔΕΣΜΟΙ” ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ (ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ 2008, ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΑΗ ’68) (GR) – PAROLES DE FLICS SUR MAI 68 / REVUE “LIAISONS” DE LA PREFECTURE DE POLICE (NUMERO SPECIAL DE 2008 SUR MAI 68) (FR)

 

 

 

Έλαβα τέσσερα διαφορετικά τηλεγραφήματα στο σπίτι, που κάθε ένα από αυτά μου έδινε διαφορετική ώρα για την ανάληψη καθηκόντων. Φτάνοντας στην υπηρεσία, μας βάλανε στo αστυνομικό καμιόνι και φύγαμε για τη Ναντέρ. Στον δρόμο, μας ζήτησαν ξαφνικά να κατευθυνθούμε προς τη Σορβόνη. Είμασταν με την καθημερινή στολή, αυτή που φορούσαμε για να βοηθήσουμε τις δυνάμεις των τμημάτων όταν δεν υπήρχε θέμα διατήρησης της τάξης. Δεν είχαμε ούτε τα  κράνη μας. Είμασταν χωρίς πηλήκια, χωρίς μπερέδες. Μέσα στο καμιόνι, δεν είχε παρά μερικές ασπίδες και χειροβομβίδες απο γυαλί. Δεν περιμέναμε ότι θα έπρεπε να καταστείλουμε μια εξέγερση. Εκεί, μας έβαλαν να φυλάμε τη Σορβόνη. Έπειτα μας διέταξαν να εκκενώσουμε τη Σορβόνη από τους φοιτητές. Λίγο μετά, πιαστήκαμε σαν σε μέγγενη μεταξύ των φοιτητών της Σορβόνης και άλλων νέων που έρχονταν απ’έξω. Ο αξιωματικός μας τραυματίστηκε από μία πέτρα. Εγώ ο ίδιος χτυπήθηκα και πήρα αναρρωτική μεταξύ 3 και 13 Μάη.

Φράνσις Σαρλ, αστυφύλακας στο 4ο διαμέρισμα, 23 χρονών το Μάη του ’68.

 

Για μένα, όλα άρχισαν στις 18.00 ώρα, όταν ενώ ήμουν στο όχημα αστυνομικής βοήθειας φτάνει ένα μήνυμα: “όχημα 4, ραντεβού στην οδό Ασάς για να πάρετε έναν τραυματισμένο αξιωματικό”. Δεν είχα ιδέα για τις διαδηλώσεις. Φύγαμε λοιπόν χωρίς προστατευτικά πλέγματα στο όχημα και κανένας δεν ήξερε τι συνέβαινε. Στην λεωφόρο Σαν Μισέλ, οι φοιτητές άρχισαν να πετάνε πέτρες στο αυτοκίνητό μας παρότι είχε την επιγραφή “Αστυνομική Βοήθεια”. Μία πέτρα διαπέρασε το παρμπρίζ. Με χτύπησε στο κεφάλι, απο τη δεξιά πλευρά, ενώ καθυσύχαζα τους συναδέλφους μου που ήταν καθισμένοι στο πίσω μέρος του οχήματος: “Μην ανησυχείτε, θα τη βγάλουμε καθαρή”, τους διαβεβαίωνα. Έπεσα με τη μία. Μου διηγήθηκαν ότι μία μονάδα του 4ου διαμερίσματος μας απαγκίστρωσε. Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Λαριμπουαζιέρ. Εγχειρίστηκα το ίδιο βράδυ και στη συνέχεια έμεινα δώδεκα μέρες σε κώμα. Ξύπνησα ημιπληγικός. Στα υπόλοιπα γεγονότα, συμμετείχα απο το δωμάτιο του νοσοκομείου.

Κριστιάν Μπρουνέ*, ταξίαρχος στο αστυνομικό τμήμα του 4ου διαμερίσματος, 35 χρονών το Μάη του ’68.

 

Όταν ακούσαμε τους διαδηλωτές να περνάνε κάτω από τα παράθυρά μας, επικρατούσε μία τρομερή αναταραχή στο δρόμο. Εκείνη την εποχή η υπηρεσία μου βρισκόταν στην αποβάθρα Ζεσβρ. Αυτή την 3η Μαΐου, η αστυνομία δεν είχε προβλέψει να προστατέψει το αστυνομικό τμήμα απο ενδεχόμενες επιθέσεις. Βρισκόμουν στο γραφείο μου όταν διάφορα αντικείμενα έσπασαν τα τζάμια. Χοντρά μπουλόνια,  κουτιά από κονσέρβες και πέτρες  έπεσαν μέσα στο δωμάτιο. Τραυματίστηκα στο κεφάλι και αμέσως έχασα τις αισθήσεις μου. Ένα αστυνομικό όχημα πρώτων βοηθειών με μετέφερε επειγόντως στην λεωφόρο Σεν Μαρσέλ, στο νοσοκομείο της αστυνομίας. Έμεινα 48 ώρες υπό επιτήρηση.

Φρανσουάζ Ρούσο-Πελοσί, γραφέας στην διεύθυνση κυκλοφορίας οχημάτων, μεταφορών και εμπορίου, 22 χρονών το Μάη του ’68.

 

Είδα γκαζιέρες να κουτρουβαλάνε ορόφους, έφαγα πέτρες στο κεφάλι. Κράτησα το κράνος μου για ενθύμιο: έχει ακόμα ένα ωραίο βαθούλωμα πάνω του. Αλλά το πιο δύσκολο, ήταν βέβαια, να κυτάμε τους διαδηλωτές να υψώνουν τα οδοφράγματά τους και να τα σπάνε όλα χωρίς να κάνουμε τίποτα. Μία μέρα, ξηλώσανε εντελώς την λεωφόρο Μαγέντα, στο ύψος του Γκαρ ντε λ’ Εστ, και κόψανε όλα τα δέντρα. Δεν αφήσανε ούτε ένα! (…) Μία νύχτα, διέσχιζα μία γέφυρα του Σηκουάνα με ένα αστυνομικό όχημα πρώτων βοηθειών, μεταφέροντας κάτι φοιτητές της σχολής της αστυνομίας που βρίσκεται στη Μποζόν. Δεν είχαμε συνοδεία. Ξαφνικά, μας επιτέθηκαν διαδηλωτές και λίγο έλειψε να μας ρίξουν στο νερό, το αυτοκίνητο, τους τρεις συναδέλφους μου κι εμένα. Βρέθηκα πολλές φορές σε οριακές καταστάσεις, ακούγαμε στους ασυρμάτους κλήσεις βοήθειας από μονάδες μας, αστυνομικοί τραυματίστηκαν από ρίψεις οξέων και πολλοί απ’αυτούς παραμορφώθηκαν.

Κριστιάν Μαλέν, αστυφύλακας, οδηγός στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα του 18ου διαμερίσματος, 25 χρονών το Μάη του ’68.

 

Θυμάμαι μία τρομερή πολιορκία στην πλατεία Εντμόντ Ροστάντ. Είμασταν περικυκλωμένοι, με την πλάτη στα κιγκλιδώματα του πάρκου του Λουξεμβούργου και βομβαρδιζόμασταν  απ’όλες τις μεριές. Δεν υπήρχε η δυνατότητα για ενισχύσεις, όλες οι μονάδες σπεύδαν στο Καρτιέ Λατέν. Ακόμα και τα CRS του Βελιζί,  που διέθεταν μουσικό τμήμα και  ήταν επιφορτισμένα με την συνοδεία υψηλών προσώπων, επιχειρούσαν. Πρέπει να αντέξαμε πάνω απο δώδεκα ώρες στη σειρά, πριν έρθουν σε βοήθειά μας δύο  μονάδες της χωροφυλακής που επαναπατρίστηκαν απο το Μπάντεν-Μπάντεν. Κρατήσαμε την ψυχραιμία μας, ακόμη κι όταν ο Κόκκινος Ντάνυ ξεσήκωνε τα πλήθη. Στις διάφορες βλαστήμιες, όπως “CRS-SS”, ανταπαντούσαμε με το “φοιτητές, τες-τες”. Δεν λέγαμε και κάτι κακό.

Μπερνάρ Χουρέλ, αστυφύλακας  στο αστυνομικό τμήμα του 9ου διαμερίσματος, 27 χρονών το Μάη του ’68.

 

Στη διάρκεια των γεγονότων, ήμουν με πολιτικά στην καρδιά των διαδηλώσεων, με αποστολή να υπολογίζω τον αριθμό των διαδηλωτών και να βλέπω αν διαθέτουν αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν όπλα εναντίον των δυνάμεων της τάξης. Στη συνέχεια έπρεπε να ενημερώνω το 5ο διαμέρισμα. Αυτό που με σημάδεψε το περισσότερο, ανάμεσα σε όσα παρατηρούσα, ήταν το σύνθημα “CRS, SS”, που έβρισκα εντελώς άδικο, και οι μικρές αφίσες που είχαν κολληθεί στο σταθμό του Αούστερλιτς και λέγανε: “Ενας καλός μπάτσος είναι ένας νεκρός μπάτσος” και “Αν δείτε ένα μπάτσο, σκοτώστε τον”.

Μισέλ Λεζάρ, αστυφύλακας στο αστυνομικό τμήμα του 13ου διαμερίσματος, 24 χρονών το Μάη του ’68

 

Σαν εκπαιδευόμενος, δεν είχα το δικαίωμα να βρίσκομαι εκεί που διαδραματίζονταν τα γεγονότα. Αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στο να με πιάσει ένας τρελός φόβος όταν στο αστυνομικό μας τμήμα, του 12ου διαμερίσματος, έγινε εισβολή από διαδηλωτές. Είμασταν μόλις δέκα μέσα στα γραφεία, και φοβόμασταν για τα χειρότερα, καθώς τα μόνα όπλα μας ήταν το γκλομπ και οι χειροπέδες. Ο διοικητής μας, κάλεσε επειγόντως το επιτελείο για να ζητήσει ενισχύσεις: “Κινδυνεύουμε, αν παραβιάσουν την πόρτα, πυροβολώ στο σωρό!” Πέντε λεπτά αργότερα, καταφτάνανε μονάδες των CRS απο το Ντομενίλ και Σαρεντόν.

Ζοέλ Ραμό, μαθητευόμενος αστυφύλακας στο αστ. τμήμα του 12ου διαμερίσματος, 25 χρονών το Μάη του ’68.

 

Εμείς, οι αστυνομικοί διευθυντές, αισθανόμασταν μία μεγάλη μοναξιά: στην αρχή των γεγονότων, οι οδηγίες φτάνανε με αργό ρυθμό και αισθανόμασταν τον πληθυσμό εχθρικό προς την αστυνομία. Αναρωτιόμασταν μήπως δεν έπρεπε να αναλάβουμε δράση με δική μας πρωτοβουλία σε περίπτωση σοβαρού και απροσδόκητου γεγονότος. Αυτό, κυρίως τις νύχτες των οδοφραγμάτων. Την προηγουμένη, οι φοιτητές είχαν αρχίσει να στήνουν οδοφράγματα γύρω στις 17.00 με 18.00. Ο διοικητής της αστυνομίας Μωρίς Γκριμό ήρθε επι τόπου για να δει τι γίνεται. Εκείνη την ώρα τα οδοφράγματα ήταν μόνο στο μισό μέτρο. Ύστερα όσο πέρναγε η ώρα τα είδαμε να υψώνονται. Τότε, ενώ ο κ. Γκριμό βρισκόταν στην οδό Λε Γκόφ, είδα  ένα αντικείμενο να έρχεται κατά πάνω του και μόλις πρόλαβα να τον τραβήξω για να το αποφύγει. Είδε ότι τα πράγματα γίνονταν σοβαρά αλλά παρ’όλα αυτά δεν έδωσε την διαταγή για επέμβαση. Μέχρι τις 2 το πρωΐ, περιμέναμε οδηγίες. Τα οδοφράγματα ήταν τότε στα 2 μέτρα ύψος. Ήταν εντυπωσιακό, θα τόλεγα εξέγερση. Δεδομένου του μικρού αριθμού αστυνομικών διευθυντών που συνεργάζονταν για την αποκατάσταση της τάξης (35), ήταν δύσκολο, ψυχολογικά και σωματικά.

Ζορζ Λε Κορ, διοικητής στο αστ. τμήμα του 18 διαμερίσματος, 40 χρόνων το Μάη του ’68.

 

Ήταν μια εποχή περίεργη, η ατμόσφαιρα είχε κάτι… το νοσηρό. Όταν αναλάμβανα υπηρεσία στην Εστία, το πρωΐ στις 7 ώρα, καπνός ανέβαινε ακόμη απο την οδό Γκέι Λουσάκ. Ήταν σα να είμαστε στους ναπολεόντιους πολέμους (…) Δε με στρίμωξαν ποτέ, αλλά δεν ήταν έτσι για όλους. Ένας συνάδελφος  μου διηγήθηκε ότι μια μέρα μια ομάδα εργατών είχε αρχίσει να του επιτίθεται φραστικά όταν ένας απο αυτούς είπε στους άλλους: “Αφήστε τον, βγάζει το ψωμί του όπως κι εμείς!”

Μωρίς Σοβέλ, αστυφύλακας στη μονάδα επιτήρησης των ιπποδρόμων, 32 χρόνων το Μάη του ’68.

 

Ο πληθυσμός ήταν καθολικά εναντίον μας, κυρίως στην αρχή. Ήταν αρκετά βαρύ να το υπομένεις καθημερινά. Τα μπιστρό και τα εστιατόρια αρνιόντουσαν να μας σερβίρουν, σίγουρα από το φόβο των αντιποίνων.

Μπερνάρ Τρεμπουέ, αστυφύλακας στο αστ. τμήμα του 2ου διαμερίσματος, 26 χρονών το Μάη του ’68.

{…}

{* Το όνομα του Κριστιάν Μπρουνέ – ο οποίος, λόγω του σοβαρού τραυματισμού του στο “πεδίο της μάχης”, παρασημοφορήθηκε με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής – έχει την “τιμητική” του, καθώς εμφανίζεται και στην προκήρυξη  που κυκλοφόρησε στις 6 Μαΐου απο τους Λυσσασμένους, με τίτλο “Με τη λύσσα στα σωθικά”: “…Το προηγούμενο του ταξίαρχου Μπρουνέ, που του ανοίξανε μια τρύπα στο κεφάλι, πρέπει να γίνει νόμος: θάνατος στους μπασκίνες!…“}                                                                                                           Δες όλη την προκήρυξη στη σελ. 123-4 στο βιβλίο  “ΜΑΗΣ 1968 – ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΣΙΤΟΥΑΣΙΟΝΙΣΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ” του Ρενέ Βιενέ /εκδ. ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.

 

 

 


 

 

“Nous sommes arrivés à la Sorbonne dès les premières heures du conflit. Je me souviens des pots de fleurs et autres objets incongrus qui volaient au-dessus de ma tête et de celles de mes collègues.Nous n’étions pas prêts, on ne s’attendait pas à un tel mouvement de masse. Nous sommes arrivés de nuit, en képi et en ciré, sans rien pour nous protéger ou nous défendre”.

Albert Costa, gardien de la paix au commissariat du 8ème, 23 ans en mai 68.

 

“Le 3 mai 68, je ne l’ai vraiment pas vu venir ! C’était en début d’après-midi, je n’étais pas au courant des manifestations, je tenais un point-école, entenue normale. Tout d’un coup, un car vient me chercher : «Il ne faut plus laisser de gars tout seuls dehors». «C’est la guerre ou quoi ?» ai-je répondu. Je ne croyais pas si bien dire”…

Jean-Pierre Pidoux, gardien de la paix, chauffeur auxiliaire, 30 ans en mai 68

 

“Pour moi, tout a commencé à 18h, à bord du car PS, quand un message radio nous est parvenu : «PS 04, rendez-vous rue d’Assas pour prendre un officier de paix blessé». Je n’étais pas au courant des manifestations. Nous sommes donc partis sans grilles de protection accrochées au car, personne ne savait ce qui se passait. Boulevard Saint-Michel, les étudiants se sont mis à lancer des pavés sur notre véhicule alors qu’il était sérigraphié «Police-Secours». Un pavé a traversé le pare-brise. Je l’ai pris en pleine tête, du côté droit, pendant que je rassurais mes collègues assis à l’arrière du car : «Ne vous inquiétez pas, on va s’en sortir», leur assurais-je. Je suis tombé tout de suite. On m’a raconté qu’une compagnie du 4ème district nous avait dégagés. J’ai été transféré à l’hôpital Lariboisière. J’ai été opéré le soir même, puis je suis resté douze jours dans le coma. Je me suis réveillé hémiplégique. J’ai assisté au reste des événements depuis ma chambre d’hôpital”.

Christian Brunet*, brigadier au commissariat du 4ème arrondissement, 35 ans en mai 68.

{*Le nom du brigadier, apparaît aussi dans le tract des “Enragés“, du 6 mai, sous le titre “La rage au ventre”: “…L’ ’exemple donné par les camarades arrêtés vendredi à la Sorbonne, qui se mutinèrent dans le car où ils étaient emmenés, est un exemple à suivre. Tant qu’il n’y aura que trois flics par panier à salade, nous saurons quoi faire. Le précédent du brigadier Brunet, trépané hier, fera jurisprudence : mort aux vaches ! …“}

{…}

 

LIAISONS, MAI 68 (pdf) :

https://files.acrobat.com/a/preview/98264dbb-4c29-4d5f-b8f9-d42a9f1702b3